λιπουρία

λιπουρία
η мед. липурия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λιπουρία" в других словарях:

  • λιπουρία — η ιατρ. η παρουσία λιπιδίων στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipurie < lip(o) (< λίπος) + urie (< οὖρον)] …   Dictionary of Greek

  • λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»